λεβητοποιός

λεβητοποιός
ο
ο κατασκευαστής λεβήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Νικ. Κοντόπουλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • καζαντζής — Επώνυμο αγωνιστών του 1821 από την Αθήνα. 1. & 2. Δημήτριος και Ιωάννης. Πήραν μέρος στην πολιορκία της Ακρόπολης, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν. 3. Λάμπρος. Συμμετείχε στην πολιορκία της Ακρόπολης και σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια επίθεσης …   Dictionary of Greek

  • λέβητας — ο (AM λέβης, ητος) μεγάλη μετάλλινη χύτρα για βράσιμο νερού ή για μαγείρεμα φαγητού, η οποία κατά τους αρχαίους χρόνους δινόταν και ως τιμητικό δώρο ή ως έπαθλο σε αγώνα, καζάνι, λεβέτι (α. «ὡς δὲ λέβης ζεῑ ἔνδον ἐπειγόμενος πυρὶ πολλῷ», Ομ. Ιλ.… …   Dictionary of Greek

  • μιλιαράς — μιλιαράς, ὁ (Μ) αυτός που κατασκευάζει, επισκευάζει ή πουλά μιλιάρια, λεβητοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < μιλιάρι(ο)ν + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • καζαντζής — ο ο λεβητοποιός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”